- ἐμπαιγμονή
- ἐμπαιγ-μονή, ἡ,A mockery, 2 Ep.Pet. 3.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπαιγμονή — ἐμπαιγμονή, η (Α) εμπαιγμός … Dictionary of Greek
ἐμπαιγμονῇ — ἔμπαιγμα jest fem dat sg (attic epic ionic) ἐμπαιγμονή mockery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)